- ολωσδιόλου
- επίρρ. ποσ., εντελώς, ολότελα: Είσαι ολωσδιόλου ανόητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ολωσδιόλου — επίρρ. εντελώς, καθ ολοκληρίαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ὅλως + επίρρ. διόλου] … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
άβλαστος — η, ο (Α ἄβλαστος, ον) [βλαστῶ] 1. αυτός που δεν βλάστησε 2. (για τόπο) αυτός που δεν έχει βλάστηση, ο ολωσδιόλου άγονος … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
αινότλητος — αἰνότλητος, ον (Α) ολωσδιόλου αφόρητος, τελείως ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + τλητὸς < αόρ. τού ρ. τλῶ ( άω)*] … Dictionary of Greek
αμφαρίστερος — ἀμφαρίστερος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που είναι αριστερός και στα δύο χέρια, δηλ. ο ολωσδιόλου αδέξιος και ανεπιτήδειος, ο ανίκανος 2. ο μη αίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἀριστερός] … Dictionary of Greek
απολησμονώ — (Μ ἀπολησμονῶ, έω) 1. λησμονώ ολωσδιόλου, ξεχνώ τελείως 2. εγκαταλείπω κάποιον ή κάποια … Dictionary of Greek
αποτρελαίνω — τρελαίνω ολωσδιόλου, ξετρελαίνω, απομουρλαίνω … Dictionary of Greek
ιδιαίτατος — η, ο (Α ἰδιαίτατος, άτη, ον) ο εντελώς ξεχωριστός, ο ολωσδιόλου εξαίρετος («ὁ δ ἐλέφας ἰδιαίτατον ἔχει τοῡτο τὸ μόριον τῶν ἄλλων ζῷων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιος + κατάλ. υπερθ. βαθμού αιτατος (αντί οτατος / ωτατος), πρβλ. ησυχ αίτατος, παλ… … Dictionary of Greek
κατάξενος — η, ο ολωσδιόλου ξένος, εντελώς άγνωστος … Dictionary of Greek